αναλαμβάνω την εγγύηση

αναλαμβάνω την εγγύηση
I.
die Gewährleistung übernehmen
II.
Garantie übernehmen

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή …   Dictionary of Greek

  • κατεγγυώ — κατεγγυῶ, άω (Α) 1. (για πατέρα που δίνει την κόρη του σε γάμο) υπόσχομαι να δώσω, μνηστεύω, αρραβωνιάζω («σοὶ δὲ παῑδ ἐγὼ κατεγγυῶ», Ευρ.) 2. (ως αττ. νομ. όρος) καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, αναγκάζω κάποιον να δώσει εγγύηση (α. «κατηγγύησεν αὐτὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”